πάλλομαι

πάλλομαι
πάλλομαι βλ. πίν. 234 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάλλομαι — πάλλω poise pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπαίζω — πάλλομαι δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παίζω «πάλλομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • καταπάλλομαι — (AM) μσν. (για την καρδιά) έχω ισχυρό παλμό αρχ. πηδώ με ορμή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάλλομαι Με την αρχ. σημ. καταπάλλομαι αντί κατ εφ άλλομαι < κατ(α) + ἐπί + ἄλλομαι «πηδώ» με αφομοίωση τού ε σε α και ψίλωση, πιθ. κατ… …   Dictionary of Greek

  • υποπάλλω — ΜΑ [πάλλω / ομαι] μσν. (μόνον το μεσ.) ὑποπάλλομαι πάλλομαι ελαφρώς ή πάλλομαι από κάτω αρχ. ενεργ. (για τροφή την ώρα τής κατάποσης) επανέρχομαι …   Dictionary of Greek

  • αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • ασκάριστος — (I) η, ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»]. (II) ἀσκάριστος, ον (Μ) ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • εκπηδώ — ( άω) (AM ἐκπηδῶ) πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο νεοελλ. εμφανίζομαι ξαφνικά αρχ. 1. εξορμώ 2. φεύγω κρυφά 3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι 4. εκτοπίζομαι 5. εκτινάσσομαι 6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • εμπάλλομαι — ἐμπάλλομαι και ἐνιπάλλομαι (Α) 1. σκιρτώ, πάλλομαι μέσα 2. αναπηδώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”